- τρισκόταδο
- το, Νπολύ πυκνό σκοτάδι, θεοσκόταδο.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τρι-* + σκοτάδι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρισκόταδο — το πυκνό σκοτάδι, θεοσκόταδο: Δε βλέπει τη μύτη του στο τρισκόταδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρι- — και τρισ ΝΜΑ, και τρια Ν α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στην εξασθενωμένη βαθμίδα τού αριθμ. τρεις, τρία* και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται τρεις φορές (πρβλ. τρί γωνος,… … Dictionary of Greek